προαναφέρω

προαναφέρω
προαναφέρω, προανέφερα (σπάν. προανάφερα) βλ. πίν. 217

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προαναφέρω — ΝΜΑ αναφέρω κάτι εκ τών προτέρων αρχ. μέσ. προαναφέρομαι α) ορμώ μπροστά σε κάποιον β) (για αστέρα) ανατέλλω πρωτύτερα …   Dictionary of Greek

  • προαναφέρω — προανάφερα, προαναφέρθηκα, αναφέρω προηγουμένως, κάνω λόγο από πριν: Όπως προανάφερα, δύσκολα είναι τα πράγματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • προγράφω — ΝΜΑ νεοελλ. καταδιώκω ή καταδικάζω άδικα πολιτικούς αντιπάλους μσν. αρχ. γράφω προηγουμένως («τὰς αἰτίας προύγραψα πρῶτον», Θουκ.) αρχ. 1. προαναφέρω («ὁ προγεγραμμένος ἀριθμός» ο αριθμός που μνημονεύθηκε πιο πάνω, που προαναφέρθηκε, Πλούτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • προλέγω — ΝΜΑ, ενεργ. αόρ. προείπα και προεῑπα ΝΑ, ενεργ αόρ. β προεῑπον Α 1. λέω κάτι προηγουμένως, προαναφέρω (α. «όπως προείπα...» β. «μέμνησθ ἁγὼ προλέγω», Αισχύλ.) 2. λέω κάτι εκ τών προτέρων («μην προλέγεις όταν δεν γνωρίζεις») 3. προφητεύω,… …   Dictionary of Greek

  • προμνημονεύω — ΝΜ νεοελλ. προαναφέρω (| μσν. μνημονεύω προηγουμένως …   Dictionary of Greek

  • προσυνίστημι — Α [συνίστημι] 1. δίνω συστάσεις για κάποιον ή επαινώ κάποιον προηγουμένως 2. προμνημονεύω, προαναφέρω …   Dictionary of Greek

  • πρόφημι — ΜΑ 1. αναφέρω προηγουμένως, προαναφέρω 2. προλέγω, προβλέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + φημί «λέγω»] …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”